- κολλαρίζω
- κολλαρίζω και κολλάρω, κολλάρισα, κολλαρίστηκα, κολλαρισμένος1. βρέχω με κόλλα λινά ή βαμβακερά υφάσματα που πρόκειται να σιδερωθούν: Τα πουκάμισά του είναι πάντα κολλαρισμένα.2. προσθέτω κόλλα στο κρασί για να καθαρίσει.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.